παραδοξολογία

παραδοξολογία
η
1) употребление парадоксов в речи; 2) см. παραδοξολόγημα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραδοξολογία" в других словарях:

  • παραδοξολογία — παραδοξολογίᾱ , παραδοξολογία tale of wonder fem nom/voc/acc dual παραδοξολογίᾱ , παραδοξολογία tale of wonder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογίᾳ — παραδοξολογίαι , παραδοξολογία tale of wonder fem nom/voc pl παραδοξολογίᾱͅ , παραδοξολογία tale of wonder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογία — η, ΝΜΑ [παραδοξολόγος] νεοελλ. 1. η περιγραφή απίθανων, φανταστικών πραγμάτων 2. ο παράδοξος λόγος μσν. αρχ. η αφήγηση θαυμαστών, εκπληκτικών πραγμάτων αρχ. η προτίμηση ή η χρήση τών θαυμαστών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • παραδοξολογία — η το να λέει κανείς ή να κάνει παράδοξα, παράξενα, περίεργα, απίθανα, φανταστικά πράγματα, αλλ. παραδοξολόγημα: Δεν πείθει κανένα, γιατί τα όσα λέει είναι παραδοξολογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδοξολογίας — παραδοξολογίᾱς , παραδοξολογία tale of wonder fem acc pl παραδοξολογίᾱς , παραδοξολογία tale of wonder fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογίαι — παραδοξολογία tale of wonder fem nom/voc pl παραδοξολογίᾱͅ , παραδοξολογία tale of wonder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογίαν — παραδοξολογίᾱν , παραδοξολογία tale of wonder fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογιῶν — παραδοξολογία tale of wonder fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξολογίαις — παραδοξολογία tale of wonder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αλλοκοτιά — η (Α ἀλλοκοτία) [ἀλλόκοτος] παραδοξότητα, ιδιορρυθμία, ιδιοτροπία νεοελλ. 1. παραδοξολογία 2. παραλογισμός, εξωφρενικότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»